ακρεοφαγία

ακρεοφαγία
η питание без мяса, воздержание от мяса, вегетарианство

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ακρεοφαγία" в других словарях:

  • ακρεοφαγία — η [ακρεοφάγος] συστηματική αποχή από την κρεοφαγία, το να μην τρώει κανείς κρέας …   Dictionary of Greek

  • ακρεοφαγία — η το να μην τρώει κανείς κρέας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακρεοφάγος — ο 1. αυτός που δεν τρώει κρέας 2. αυτός που ως γιατρός ή για λόγους θρησκευτικούς επιβάλλει την ακρεοφαγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κρεοφάγος. ΠΑΡ. ακρεοφαγία] …   Dictionary of Greek

  • -φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»